- καλαθηφόρος
- καλαθηφόρος, -ον (Α)1. αυτός που κρατά καλάθι2. στον πληθ. Καλαθηφόροιτίτλος δράματος τού Ευβούλου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καλαθηφόρος αντί *καλαθοφόρος για μετρικούς λόγουςπροέρχεται από κάλαθος + -φορος (< φόρος < φέρω), πρβλ. θανατη-φόρος, στεφανηφόρος].
Dictionary of Greek. 2013.